- δυσθέατος
- δυσθέατος, -ον (Α)1. αυτός που έχει άσχημη όψη, απαίσιος2. αυτός που διακρίνεται δύσκολα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσθέατος — δυσθέᾱτος , δυσθέατος ill to look on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθέατον — δυσθέᾱτον , δυσθέατος ill to look on masc/fem acc sg δυσθέᾱτον , δυσθέατος ill to look on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθέατος — κακοθέατος, ον (Α) αυτός που διακρίνεται δύσκολα, δυσθέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θεατός (< θεῶμαι)] … Dictionary of Greek
δυσθεάτου — δυσθεά̱του , δυσθέατος ill to look on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθεάτων — δυσθεά̱των , δυσθέατος ill to look on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθέατα — δυσθέᾱτα , δυσθέατος ill to look on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)